lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνέπεια στα δανική

Λέξη:
συνέπεια (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (14):
deduktion, effekt, eftervirkning, forslag, fradrag, følge, konsekvens, resultat, sekvens, slutledning, slutning, slutsats, udfald, virkning
Σχετικές λέξεις:
δανική συνέπεια, συνέπεια τόξου, συνέπεια συνώνυμο, συνέπεια συνωνυμα, συνέπεια στα αγγλικά, συνέπεια ορισμός, συνέπεια στα δανική, deduktion στα ελληνικά
συνέπεια στα δανική