lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συσσωρεύω στα γερμανικά

Λέξη:
συσσωρεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
anhäufen, aufstapeln, häufen, sammeln, versammeln, zusammenkommen, zusammenstellen, zusammenziehen, aufspeichern
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά συσσωρεύω, συσσωρεύω συνώνυμα, συσσωρεύω στα αγγλικα, συσσωρεύω στα γερμανικά, anhäufen στα ελληνικά
συσσωρεύω στα γερμανικά