lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συσσωρεύω στα ρωσικά

Λέξη:
συσσωρεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (3):
аккумулировать, собирать, собрать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά συσσωρεύω, συσσωρεύω συνώνυμα, συσσωρεύω στα αγγλικα, συσσωρεύω στα ρωσικά, аккумулировать στα ελληνικά
συσσωρεύω στα ρωσικά