lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συσσωρεύω στα πορτογαλικά

Λέξη:
συσσωρεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (14):
acumular, aglomerar, ajuntar, alegar, amontoar, captar, coleccionar, colectar, colher, congregar, empilhar, juntar, postular, reunir
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά συσσωρεύω, συσσωρεύω συνώνυμα, συσσωρεύω στα αγγλικα, συσσωρεύω στα πορτογαλικά, acumular στα ελληνικά
συσσωρεύω στα πορτογαλικά