lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συσσωρεύω στα σουηδικά

Λέξη:
συσσωρεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (11):
ackumulera, anhopa, hop, hopsamla, hög, påle, råga, samla, skock, skocka, stapel
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά συσσωρεύω, συσσωρεύω συνώνυμα, συσσωρεύω στα αγγλικα, συσσωρεύω στα σουηδικά, ackumulera στα ελληνικά
συσσωρεύω στα σουηδικά