lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συσσωρεύω στα δανική

Λέξη:
συσσωρεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (8):
dynge, forsamle, hamstre, høg, hop, mønstr, samle, tårne
Σχετικές λέξεις:
δανική συσσωρεύω, συσσωρεύω συνώνυμα, συσσωρεύω στα αγγλικα, συσσωρεύω στα δανική, dynge στα ελληνικά
συσσωρεύω στα δανική