lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αλλάζω στα δανική

Λέξη:
αλλάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (12):
bylt, bytte, erstatte, forandre, forvandle, konvertere, omkastning, omtale, skifte, udveksling, veksle, ændre
Σχετικές λέξεις:
δανική αλλάζω, αλλάζω χαρούλης στίχοι, αλλάζω το σχολείο μου, αλλάζω συνώνυμα, αλλάζω στίχοι, αλλάζω σελίδα, αλλάζω στα δανική, bylt στα ελληνικά
αλλάζω στα δανική