lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αλλάζω στα σουηδικά

Λέξη:
αλλάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (14):
avlösa, byt, förvandla, modifiera, omkastning, omväxla, omväxling, revidera, skifta, variera, växla, ändra, ändring, ömsa
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά αλλάζω, αλλάζω χαρούλης στίχοι, αλλάζω το σχολείο μου, αλλάζω συνώνυμα, αλλάζω στίχοι, αλλάζω σελίδα, αλλάζω στα σουηδικά, avlösa στα ελληνικά
αλλάζω στα σουηδικά