lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αλλάζω στα λευκορωσίας

Λέξη:
αλλάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (10):
абменьваць, відазмяняць, заменьваць, замяняць, зменьваць, змяняць, мяняць, перайначваць, пераменьваць, перамяняць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας αλλάζω, αλλάζω χαρούλης στίχοι, αλλάζω το σχολείο μου, αλλάζω συνώνυμα, αλλάζω στίχοι, αλλάζω σελίδα, αλλάζω στα λευκορωσίας, абменьваць στα ελληνικά
αλλάζω στα λευκορωσίας