lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αλλάζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
αλλάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (26):
alterar, alterares, alternar, apelidar, cambiar, cambio, chamar, citar, clamar, câmbio, denominar, especificar, intercambio, mencionar, modificar, mudar, nomear, oscilar, permutar, reformar, substituição, suprir, transformar, troca, trocar, variar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αλλάζω, αλλάζω χαρούλης στίχοι, αλλάζω το σχολείο μου, αλλάζω συνώνυμα, αλλάζω στίχοι, αλλάζω σελίδα, αλλάζω στα πορτογαλικά, alterar στα ελληνικά
αλλάζω στα πορτογαλικά