lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αλλάζω στα ουγγρική

Λέξη:
αλλάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (9):
átülni, felváltani, cserél, kicserélni, pénzváltás, elcserélni, megváltoztatni, változás, megváltoztat
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική αλλάζω, αλλάζω χαρούλης στίχοι, αλλάζω το σχολείο μου, αλλάζω συνώνυμα, αλλάζω στίχοι, αλλάζω σελίδα, αλλάζω στα ουγγρική, átülni στα ελληνικά
αλλάζω στα ουγγρική