lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αλλοιώνω στα δανική

Λέξη:
αλλοιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (8):
fabrikere, forfalske, fremstille, beskadige, bestikke, ramponere, skade, spolere
Σχετικές λέξεις:
δανική αλλοιώνω, αλλοιώνω συνώνυμο, αλλοιώνω συνώνυμα, αλλοιώνω μεταφραση, αλλοιώνω english, αλλοιώνω στα δανική, fabrikere στα ελληνικά
αλλοιώνω στα δανική