lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αλλοιώνω στα ουκρανικά

Λέξη:
αλλοιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (21):
взаємодійте, вигадати, вигадувати, виготовити, виготовляти, виробіть, доктор, лікар, маніпулювати, орудувати, прикиньтеся, підробити, підробка, підробляти, підроблятися, сфабрикувати, тісто, фабрикувати, фальсифікувати, шахрайство, імітувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αλλοιώνω, αλλοιώνω συνώνυμο, αλλοιώνω συνώνυμα, αλλοιώνω μεταφραση, αλλοιώνω english, αλλοιώνω στα ουκρανικά, взаємодійте στα ελληνικά
αλλοιώνω στα ουκρανικά