lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διατηρώ στα δανική

Λέξη:
διατηρώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (12):
beholde, bevare, ernære, forsørge, fortsætte, forvare, holdbar, holde, påstå, støtte, sylte, underholde
Σχετικές λέξεις:
δανική διατηρώ, πως διατηρώ, διατηρώ το δικαίωμα, διατηρώ συνώνυμο, διατηρώ συνώνυμα, διατηρώ αντωνυμο, διατηρώ στα δανική, beholde στα ελληνικά
διατηρώ στα δανική