lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διατηρώ στα ρωσικά

Λέξη:
διατηρώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (11):
держать, законсервировать, консервировать, сберегать, содержать, сохранить, сохранять, уберегать, удержать, удерживать, хранить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά διατηρώ, πως διατηρώ, διατηρώ το δικαίωμα, διατηρώ συνώνυμο, διατηρώ συνώνυμα, διατηρώ αντωνυμο, διατηρώ στα ρωσικά, держать στα ελληνικά
διατηρώ στα ρωσικά