lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διατηρώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
διατηρώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (23):
afirmar, alegar, amparar, apoiar, asseverar, avançar, comportares, conservar, continuar, custodiar, espaldar, guardar, manter, observar, preservar, proceder, prosseguir, quedar, reservar, secundar, subsistir, sustentar, ter
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά διατηρώ, πως διατηρώ, διατηρώ το δικαίωμα, διατηρώ συνώνυμο, διατηρώ συνώνυμα, διατηρώ αντωνυμο, διατηρώ στα πορτογαλικά, afirmar στα ελληνικά
διατηρώ στα πορτογαλικά