lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διατηρώ στα φινλανδικά

Λέξη:
διατηρώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (10):
elättää, kannattaa, kestää, pitää, pysyttää, säilyttää, säilöä, tukea, varjella, väittää
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά διατηρώ, πως διατηρώ, διατηρώ το δικαίωμα, διατηρώ συνώνυμο, διατηρώ συνώνυμα, διατηρώ αντωνυμο, διατηρώ στα φινλανδικά, elättää στα ελληνικά
διατηρώ στα φινλανδικά