lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κούραση στα δανική

Λέξη:
κούραση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (5):
besvær, møge, pine, smerte, utak
Σχετικές λέξεις:
δανική κούραση, κούραση συνώνυμα, κούραση στην εγκυμοσύνη, κούραση στα πόδια, κούραση στα μάτια, κούραση ματιών, κούραση στα δανική, besvær στα ελληνικά
κούραση στα δανική