lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κούραση στα ουκρανικά

Λέξη:
κούραση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (18):
втома, втому, горе, діяти, попрацювати, працю, працювати, праця, робити, робота, роботи, робочий, слабість, служити, твір, труд, утома, утому
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κούραση, κούραση συνώνυμα, κούραση στην εγκυμοσύνη, κούραση στα πόδια, κούραση στα μάτια, κούραση ματιών, κούραση στα ουκρανικά, втома στα ελληνικά
κούραση στα ουκρανικά