lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κούραση στα τσεχική

Λέξη:
κούραση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (12):
bolest, malátnost, námaha, obtíž, soužení, trest, trápení, unavenost, vyčerpanost, zemdlelost, únava, útrapa
Σχετικές λέξεις:
τσεχική κούραση, κούραση συνώνυμα, κούραση στην εγκυμοσύνη, κούραση στα πόδια, κούραση στα μάτια, κούραση ματιών, κούραση στα τσεχική, bolest στα ελληνικά
κούραση στα τσεχική