lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρέχω στα δανική

Λέξη:
τρέχω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (7):
løbe, flygte, flyve, buse, fare, fylke, ile
Σχετικές λέξεις:
δανική τρέχω, τρέχω συνώνυμα, τρέχω στα αρχαία, τρέχω ονειροκρίτης, τρέχω και δεν φτάνω, τρέχω για την κατερίνη 2013, τρέχω στα δανική, løbe στα ελληνικά
τρέχω στα δανική