lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ψωμί στα δανική

Λέξη:
ψωμί (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
brød, rugbrød, smørbrød
Σχετικές λέξεις:
δανική ψωμί, ψωμί χωρίς μαγιά, ψωμί συνταγές, ψωμί ονειροκρίτης, ψωμί ολικής αλέσεως, ψωμί και τριαντάφυλλα, ψωμί στα δανική, brød στα ελληνικά
ψωμί στα δανική