τρέχω στα αγγλικά τρέχω στα τσεχική τρέχω στα γερμανικά τρέχω στα δανική τρέχω στα ισπανικά τρέχω στα γαλλικά τρέχω στα ιταλικά τρέχω στα νορβηγικά τρέχω στα ρωσικά τρέχω στα σουηδικά τρέχω στα αλβανικά τρέχω στα βουλγαρικά τρέχω στα λευκορωσίας τρέχω στα ουγγρική τρέχω στα πορτογαλικά τρέχω στα σλοβακική τρέχω στα πολωνική τρέχω στα εσθονική τρέχω στα κροατικά τρέχω στα λιθουανική τρέχω στα ρουμανική τρέχω στα σλοβενική
πίεση στα νορβηγικά διαβεβαίωση στα τσεχική τραυματίζω στα τσεχική γυναίκα στα γαλλικά φαίνομαι στα ουγγρική
φαίνομαι συνώνυμο επιβεβαίωση συνώνυμο πίεση ματιού γυναίκα καρκίνος