lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοήθεια στα ιταλικά

Λέξη:
βοήθεια (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (13):
aiutante, aiuto, assistente, assistenza, ausilio, centrocampista, collaboratore, favore, mediano, puntello, soccorso, sostegno, sussidio
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά βοήθεια, βοήθεια συνώνυμα, βοήθεια συγγραφής κειμένου από άτομα χωρίς όραση, βοήθεια στο σπίτι 2013, βοήθεια στο σπίτι, βοήθεια στην κεφαλονιά, βοήθεια στα ιταλικά, aiutante στα ελληνικά
βοήθεια στα ιταλικά