lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοήθεια στα ουγγρική

Λέξη:
βοήθεια (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (11):
adjunktus, asszisztens, megsegíteni, pártfogás, segéd, segédlet, segély, segíteni, segítség, támasz, támogatás
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική βοήθεια, βοήθεια συνώνυμα, βοήθεια συγγραφής κειμένου από άτομα χωρίς όραση, βοήθεια στο σπίτι 2013, βοήθεια στο σπίτι, βοήθεια στην κεφαλονιά, βοήθεια στα ουγγρική, adjunktus στα ελληνικά
βοήθεια στα ουγγρική