lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοήθεια στα τσεχική

Λέξη:
βοήθεια (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (26):
adjunkt, asistence, asistent, družstvo, náměstek, opora, pobočník, podpora, podpěra, podpěrka, podstavec, pomoc, pomocnice, pomocník, pomocný, poradce, posila, péče, přidělený, přispění, přítomnost, spolupracovník, výpomoc, výpomocný, zástupce, účast
Σχετικές λέξεις:
τσεχική βοήθεια, βοήθεια συνώνυμα, βοήθεια συγγραφής κειμένου από άτομα χωρίς όραση, βοήθεια στο σπίτι 2013, βοήθεια στο σπίτι, βοήθεια στην κεφαλονιά, βοήθεια στα τσεχική, adjunkt στα ελληνικά
βοήθεια στα τσεχική