lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υποβοηθώ στα ιταλικά

Λέξη:
υποβοηθώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (6):
aiutare, assecondare, assistere, favorire, sorreggere, sovvenire
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά υποβοηθώ, υποβοηθώ στα ιταλικά, aiutare στα ελληνικά
υποβοηθώ στα ιταλικά