lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλένω στα τσεχική

Λέξη:
πλένω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (13):
mýt, omýt, omývat, očistit, prací, proprat, prát, smýt, umýt, vymýt, vypláchnout, vyprat, vyčistit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική πλένω, πλένω χέρια ονειροκρίτης, πλένω τα χέρια μου, πλένω τα δόντια μου, πλένω ρούχα ονειροκρίτης, πλένω πλύνω, πλένω στα τσεχική, mýt στα ελληνικά
πλένω στα τσεχική