lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παίρνω στα λευκορωσίας

Λέξη:
παίρνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (13):
агортваць, апаноўваць, атрымлiваць, атрымліваць, атрымоўваць, ахопліваць, брацца, захворваць, збіраць, здабываць, набываць, нажываць, узяць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας παίρνω, παίρνω των ομματιών μου, παίρνω το κολάι, παίρνω την ευθύνη στίχοι, παίρνω την ευθύνη, παίρνω συνώνυμα, παίρνω στα λευκορωσίας, агортваць στα ελληνικά
παίρνω στα λευκορωσίας