lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παίρνω στα πολωνική

Λέξη:
παίρνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (8):
brać, dostać, nabierać, pobierać, ujmować, wziąć, zabierać, zajmować
Σχετικές λέξεις:
πολωνική παίρνω, παίρνω των ομματιών μου, παίρνω το κολάι, παίρνω την ευθύνη στίχοι, παίρνω την ευθύνη, παίρνω συνώνυμα, παίρνω στα πολωνική, brać στα ελληνικά
παίρνω στα πολωνική