lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ώμος στα λευκορωσίας

Λέξη:
ώμος (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (6):
плячо, рука, лапата, лапатка, рыдлёўка, шуфлік
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας ώμος, ώμοσ του κολυμβητή, ώμος τενοντίτιδα, ώμος στα αγγλικα, ώμος πόνος, ώμος προς ενοικίαση, ώμος στα λευκορωσίας, плячо στα ελληνικά
ώμος στα λευκορωσίας