lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ώμος στα δανική

Λέξη:
ώμος (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
aksel, arm, gren, skulder, skulderblad, spade
Σχετικές λέξεις:
δανική ώμος, ώμοσ του κολυμβητή, ώμος τενοντίτιδα, ώμος στα αγγλικα, ώμος πόνος, ώμος προς ενοικίαση, ώμος στα δανική, aksel στα ελληνικά
ώμος στα δανική