lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συντροφιά στα νορβηγικά

Λέξη:
συντροφιά (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (10):
forening, følge, kameratskap, kompani, lag, omgangskrets, rederi, samfunnsliv, samvær, selskap
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά συντροφιά, συντροφιά ψαράδες, συντροφιά των εννέα, συντροφιά πρέσπεσ, συντροφιά μου θέλω τους φτωχούς τους ταπεινούς κείνους που δεν ξέρουν παρά μόνο να μοχτούν, συντροφιά με τον χριστό, συντροφιά στα νορβηγικά, forening στα ελληνικά
συντροφιά στα νορβηγικά