lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συντροφιά στα ουκρανικά

Λέξη:
συντροφιά (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (35):
асамблея, асоціація, бригада, вечір, вечірка, громада, довічний, екіпаж, життя, загал, загін, заклад, закладання, засновування, зграя, клан, когорта, команда, компанія, наявність, община, партнерство, партійний, партія, присутність, співробітництво, спільнота, спільність, сторона, суспільство, товариство, установа, участь, фірма, інституція
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά συντροφιά, συντροφιά ψαράδες, συντροφιά των εννέα, συντροφιά πρέσπεσ, συντροφιά μου θέλω τους φτωχούς τους ταπεινούς κείνους που δεν ξέρουν παρά μόνο να μοχτούν, συντροφιά με τον χριστό, συντροφιά στα ουκρανικά, асамблея στα ελληνικά
συντροφιά στα ουκρανικά