lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συντροφιά στα δανική

Λέξη:
συντροφιά (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (8):
selskab, følge, forening, klub, lag, rederi, samfund, samvær
Σχετικές λέξεις:
δανική συντροφιά, συντροφιά ψαράδες, συντροφιά των εννέα, συντροφιά πρέσπεσ, συντροφιά μου θέλω τους φτωχούς τους ταπεινούς κείνους που δεν ξέρουν παρά μόνο να μοχτούν, συντροφιά με τον χριστό, συντροφιά στα δανική, selskab στα ελληνικά
συντροφιά στα δανική