lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όρος στα νορβηγικά

Λέξη:
όρος (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (24):
avtale, berg, berglendt, betingelse, dato, egg, fjell, fjellkjede, forhold, forutsetning, glos, glose, hø, klausul, mine, ord, status, term, termin, tidsfrist, topp, uttrykk, vilkår, ås
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά όρος, όρος όθρυς, όρος τύμφη, όρος σινά, όρος ράσμορ, όρος πατέρας, όρος στα νορβηγικά, avtale στα ελληνικά
όρος στα νορβηγικά