lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όρος στα ουκρανικά

Λέξη:
όρος (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (18):
віра, дата, датувати, довіра, довіреність, застереження, зумовлювання, клаузула, назва, обумовлювання, пункт, слово, стаття, строк, термін, умова, умову, фінік
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά όρος, όρος όθρυς, όρος τύμφη, όρος σινά, όρος ράσμορ, όρος πατέρας, όρος στα ουκρανικά, віра στα ελληνικά
όρος στα ουκρανικά