lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ασκώ στα ουγγρική

Λέξη:
ασκώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (2):
gyakoroltatni, kiválasztani
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική ασκώ, ασκώ το δίδειν, ασκώ συνώνυμα, ασκώ ποινική δίωξη, ασκώ πίεση αγγλικά, ασκώ επάγγελμα, ασκώ στα ουγγρική, gyakoroltatni στα ελληνικά
ασκώ στα ουγγρική