lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ασκώ στα φινλανδικά

Λέξη:
ασκώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (2):
harjoittaa, käyttää
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά ασκώ, ασκώ το δίδειν, ασκώ συνώνυμα, ασκώ ποινική δίωξη, ασκώ πίεση αγγλικά, ασκώ επάγγελμα, ασκώ στα φινλανδικά, harjoittaa στα ελληνικά
ασκώ στα φινλανδικά