lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ασκώ στα πολωνική

Λέξη:
ασκώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (2):
ćwiczyć, wywierać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική ασκώ, ασκώ το δίδειν, ασκώ συνώνυμα, ασκώ ποινική δίωξη, ασκώ πίεση αγγλικά, ασκώ επάγγελμα, ασκώ στα πολωνική, ćwiczyć στα ελληνικά
ασκώ στα πολωνική