lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πυκνωτής στα ουγγρική

Λέξη:
πυκνωτής (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική πυκνωτής, πυκνωτής σύζευξης, πυκνωτής πλυντηρίου, πυκνωτής λειτουργίας, πυκνωτής κλιματιστικού, πυκνωτής εξομάλυνσης, πυκνωτής στα ουγγρική, kondenzátor στα ελληνικά
πυκνωτής στα ουγγρική