lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πυκνωτής στα φινλανδικά

Λέξη:
πυκνωτής (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά πυκνωτής, πυκνωτής σύζευξης, πυκνωτής πλυντηρίου, πυκνωτής λειτουργίας, πυκνωτής κλιματιστικού, πυκνωτής εξομάλυνσης, πυκνωτής στα φινλανδικά, kondensaattori στα ελληνικά
πυκνωτής στα φινλανδικά