lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πυκνωτής στα λευκορωσίας

Λέξη:
πυκνωτής (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας πυκνωτής, πυκνωτής σύζευξης, πυκνωτής πλυντηρίου, πυκνωτής λειτουργίας, πυκνωτής κλιματιστικού, πυκνωτής εξομάλυνσης, πυκνωτής στα λευκορωσίας, кандэнсатар στα ελληνικά
πυκνωτής στα λευκορωσίας