lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πυκνωτής στα ουκρανικά

Λέξη:
πυκνωτής (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (3):
конденсатор, рефрижератор, холодильник
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πυκνωτής, πυκνωτής σύζευξης, πυκνωτής πλυντηρίου, πυκνωτής λειτουργίας, πυκνωτής κλιματιστικού, πυκνωτής εξομάλυνσης, πυκνωτής στα ουκρανικά, конденсатор στα ελληνικά
πυκνωτής στα ουκρανικά