lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φωτίζω στα γερμανικά

Λέξη:
φωτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (10):
beleuchten, erheilen, glänzen, leuchten, scheinen, strahlen, feiern, festlich, heiligen, weihen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά φωτίζω, φωτίζω συνώνυμα, φωνάζω συνώνυμα, φωτίζω στα γερμανικά, beleuchten στα ελληνικά
φωτίζω στα γερμανικά