lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δελεαστικός στα ουκρανικά

Λέξη:
δελεαστικός (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
апелювання, бажання, вабливий, гарний, заразний, магнітна, магнітний, привабливий, привабний, принадливий, принадний, приємний, розумний, інфекційний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δελεαστικός, δελεαστικός στα ουκρανικά, апелювання στα ελληνικά
δελεαστικός στα ουκρανικά