lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δελεαστικός στα πορτογαλικά

Λέξη:
δελεαστικός (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (4):
atractivo, atraente, gracioso, sugestivo
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά δελεαστικός, δελεαστικός στα πορτογαλικά, atractivo στα ελληνικά
δελεαστικός στα πορτογαλικά