lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δελεαστικός στα ουγγρική

Λέξη:
δελεαστικός (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (2):
csábító, vonzó
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική δελεαστικός, δελεαστικός στα ουγγρική, csábító στα ελληνικά
δελεαστικός στα ουγγρική