lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δελεαστικός στα τσεχική

Λέξη:
δελεαστικός (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (9):
atraktivní, lákavý, líbivý, poutavý, přitažlivý, půvabný, svůdný, vábivý, vábný
Σχετικές λέξεις:
τσεχική δελεαστικός, δελεαστικός στα τσεχική, atraktivní στα ελληνικά
δελεαστικός στα τσεχική