lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θεραπεύω στα ουκρανικά

Λέξη:
θεραπεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
годувальниця, гоїти, лікувати, медсестра, нянька, няньчити, вилікувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά θεραπεύω, θεραπεύω συνώνυμο, θεραπεύω συνώνυμα, θεραπεύω στα αρχαία, θεραπεύω κλίση, θεραπεύω αρχαια, θεραπεύω στα ουκρανικά, годувальниця στα ελληνικά
θεραπεύω στα ουκρανικά